διδασκαλιστής

διδασκαλιστής
ο
1. αυτός που φοιτά σε διδασκαλείο, που σπουδάζει για να γίνει δάσκαλος
2. ο απόφοιτος διδασκαλείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στον Ι. Δραΐκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”